κρυφοκουβέντιασμα

κρυφοκουβέντιασμα
το [κρυφοκουβεντιάζω]
κρυφή συζήτηση, κρυφομίλημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρυφοκουβέντιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρυφοκουβεντιάζω, το να κουβεντιάζει κανείς κρυφά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”